- σκίμπτομαι
- σκίμπτομαι1 set fast, place firmly
ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας P. 4.224
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας P. 4.224
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σκίμπτομαι — press forward pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους … Dictionary of Greek
σκίμψαι — σκίμπτομαι press forward aor inf act σκίμψαῑ , σκίμπτομαι press forward aor opt act 3rd sg σκίμπτομαι press forward aor imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμπτόμενον — σκίμπτομαι press forward pres part mp masc acc sg σκίμπτομαι press forward pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτει — σκίμπτομαι press forward pres ind act 3rd sg σκίμπτομαι press forward pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτω — σκίμπτομαι press forward pres subj act 1st sg σκίμπτομαι press forward pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμφθῇ — σκίμπτομαι press forward aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτειν — σκίμπτομαι press forward pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτεσθαι — σκίμπτομαι press forward pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτεται — σκίμπτομαι press forward pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτετο — σκίμπτομαι press forward imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)